πτερόεις

πτερόεις
-εσσα, -εν, ΝΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός
2. φρ. «έπεα πτερόεντα»
μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά
ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις
ζωολ. γένος φανταχτερών σκορπιονόμορφων ιχθύων που ανήκουν στην οικογένεια scorpaenidae τού Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού, με αρκετά είδη που διακρίνονται για τις δηλητηριώδεις άκανθες τών πτερυγίων τους, ικανές να προκαλέσουν οδυνηρά, αν και όχι θανατηφόρα, τραύματα στον άνθρωπο
αρχ.
1. ο όμοιος με φτερό, ελαφρός
2. φρ. α) «πτερόεσσα κόρα» — η Σφίγγα
β) «πτερόεις ἵππος» — ο Πήγασος
γ) «ἵπποι πτερόεντες» — τα άλογα τού άρματος τού Ηλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πτερ-όεις (< πτερόν + -όεις*), εκτός από την κυριολεκτική του χρήση ως προσδιορισμού τού αετού, τού φτερωτού Πήγασου ή τών φτερωτών σανδαλιών τού Ερμή, χρησιμοποιήθηκε και μεταφορικά για να προσδιορίσει τα ακόντια με την έννοια ότι εκτοξεύονται δυναμικά και πετυχαίνουν τον στόχο τους. Η πιο χαρακτηριστική ωστόσο μεταφορική χρήση τού επιθ. είναι αυτή στο ομηρικό χωρίο: «ἔπεα πτερόεντα», που έδωσε αφορμή να διατυπωθούν ποικίλες και αμφιλεγόμενες αναλύσεις και ερμηνείες. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. προσδίδει στα λόγια, όπως και στα ακόντια, την έννοια τής ζωηρότητας και τής δυναμικότητας. Επομένως τα ἔπεα πτερόεντα είναι τα λόγια που εκφωνούνται με δύναμη και πάθος, όπως εκτοξεύονται τα ακόντια, και κατ' επέκταση, αυτά που πετυχαίνουν τον στόχο τους, τα εύστοχα, τα αποτελεσματικά λόγια. Κατ' άλλους, το ομηρικό χωρίο πρέπει να διαβαστεί ως: επε' *ἀπτερόεντα, άποψη που θα μπορούσε να ενισχύσει η χρησιμοποίηση τού επιθ. ἄπτερος και σε άλλα χωρία ως προσδιορισμού συνωνύμων τής λ. ἔπος (πρβλ. «ἄπτερος ἔπλετο μῦθος» Οδύσσεια και «ἄπτερος φάτις» Αισχύλος, Αγαμέμνων 276). Σύμφωνα με την τελευταία άποψη και δεδομένου ότι στο επίθ. ἄπτερος, όταν προσδιορίζει τη λ. λόγος, έχει δοθεί η σημ. «αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος» ή «αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβάσιμος», η φρ. ἔπε' *ἀπτερόεντα θα σήμαινε: «μετέωρα, αβάσιμα, ανεπιβεβαίωτα λόγια». Η φρ. «ἔπεα πτερόεντα» στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται με τη σημ.: «λόγια που πετούν και χάνονται, ξεχνιούνται», σε αντιδιαστολή προς τα γραπτά, που μένουν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτερόεις — feathered masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντα — πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεις feathered masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροέντων — πτερόεις feathered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροέσσαις — πτερόεις feathered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῦσσαν — πτερόεις feathered fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντας — πτερόεις feathered masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντες — πτερόεις feathered masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντι — πτερόεις feathered masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντος — πτερόεις feathered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”